Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
View word page
ὀγδοηκοντάρουρος
having tenure of eighty

ShortDef

having tenure of eighty

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοντάρουρος
Headword (normalized):
ὀγδοηκοντάρουρος
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκονταρουρος
IDX:
60514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60515
Key:

Data

{'content': 'having tenure of eighty'}