Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
View word page
ὀγδοήκοντα
eighty
ShortDef
eighty
Debugging
Headword:
ὀγδοήκοντα
Headword (normalized):
ὀγδοήκοντα
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοντα
IDX:
60511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60512
Key:
Data
{'content': 'eighty'}