Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
View word page
ὀγδοατικός
of the Ogdoad

ShortDef

of the Ogdoad

Debugging

Headword:
ὀγδοατικός
Headword (normalized):
ὀγδοατικός
Headword (normalized/stripped):
ογδοατικος
IDX:
60509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60510
Key:

Data

{'content': 'of the Ogdoad'}