Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
View word page
ἀναμαστεύω
make a search

ShortDef

make a search

Debugging

Headword:
ἀναμαστεύω
Headword (normalized):
ἀναμαστεύω
Headword (normalized/stripped):
αναμαστευω
IDX:
6050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6051
Key:

Data

{'content': 'make a search'}