Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
View word page
ὄβρυζος
pure

ShortDef

pure

Debugging

Headword:
ὄβρυζος
Headword (normalized):
ὄβρυζος
Headword (normalized/stripped):
οβρυζος
IDX:
60505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60506
Key:

Data

{'content': 'pure'}