Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
View word page
ὄβρυζα
assaying of gold
ShortDef
assaying of gold
Debugging
Headword:
ὄβρυζα
Headword (normalized):
ὄβρυζα
Headword (normalized/stripped):
οβρυζα
IDX:
60504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60505
Key:
Data
{'content': 'assaying of gold'}