Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
View word page
ὄβριμος
strong, mighty
ShortDef
strong, mighty
Debugging
Headword:
ὄβριμος
Headword (normalized):
ὄβριμος
Headword (normalized/stripped):
οβριμος
IDX:
60502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60503
Key:
Data
{'content': 'strong, mighty'}