Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
View word page
ὀβριμόπαις
having mighty children

ShortDef

having mighty children

Debugging

Headword:
ὀβριμόπαις
Headword (normalized):
ὀβριμόπαις
Headword (normalized/stripped):
οβριμοπαις
IDX:
60500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60501
Key:

Data

{'content': 'having mighty children'}