Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
View word page
ὀβριμόθυμος
strong-minded
ShortDef
strong-minded
Debugging
Headword:
ὀβριμόθυμος
Headword (normalized):
ὀβριμόθυμος
Headword (normalized/stripped):
οβριμοθυμος
IDX:
60499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60500
Key:
Data
{'content': 'strong-minded'}