Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
View word page
ἀναμάσσω
to wipe off
ShortDef
to wipe off
Debugging
Headword:
ἀναμάσσω
Headword (normalized):
ἀναμάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναμασσω
IDX:
6049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6050
Key:
Data
{'content': 'to wipe off'}