Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
View word page
ὀβριμοδυνάστης
powerful potentate

ShortDef

powerful potentate

Debugging

Headword:
ὀβριμοδυνάστης
Headword (normalized):
ὀβριμοδυνάστης
Headword (normalized/stripped):
οβριμοδυναστης
IDX:
60497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60498
Key:

Data

{'content': 'powerful potentate'}