Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
ὀγδοαδικός
View word page
ὀβριμοδερκής
with mighty glance

ShortDef

with mighty glance

Debugging

Headword:
ὀβριμοδερκής
Headword (normalized):
ὀβριμοδερκής
Headword (normalized/stripped):
οβριμοδερκης
IDX:
60496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60497
Key:

Data

{'content': 'with mighty glance'}