Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὄβρυζος
View word page
ὀβριμόγυιος
strong-limbed

ShortDef

strong-limbed

Debugging

Headword:
ὀβριμόγυιος
Headword (normalized):
ὀβριμόγυιος
Headword (normalized/stripped):
οβριμογυιος
IDX:
60495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60496
Key:

Data

{'content': 'strong-limbed'}