Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
View word page
ὀβρίκαλα
the young
ShortDef
the young
Debugging
Headword:
ὀβρίκαλα
Headword (normalized):
ὀβρίκαλα
Headword (normalized/stripped):
οβρικαλα
IDX:
60494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60495
Key:
Data
{'content': 'the young'}