Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
View word page
ὄβρια
the young of animals
ShortDef
the young of animals
Debugging
Headword:
ὄβρια
Headword (normalized):
ὄβρια
Headword (normalized/stripped):
οβρια
IDX:
60493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60494
Key:
Data
{'content': 'the young of animals'}