Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
View word page
ὀβολοστατική
the trade of a petty usurer, usury

ShortDef

the trade of a petty usurer, usury

Debugging

Headword:
ὀβολοστατική
Headword (normalized):
ὀβολοστατική
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατικη
IDX:
60492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60493
Key:

Data

{'content': 'the trade of a petty usurer, usury'}