Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτρη
View word page
ὀβολοστάτης
a weigher of obols

ShortDef

a weigher of obols

Debugging

Headword:
ὀβολοστάτης
Headword (normalized):
ὀβολοστάτης
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατης
IDX:
60491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60492
Key:

Data

{'content': 'a weigher of obols'}