Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
View word page
ὀβολοστατέω
to weigh obols: practise petty usury

ShortDef

to weigh obols: practise petty usury

Debugging

Headword:
ὀβολοστατέω
Headword (normalized):
ὀβολοστατέω
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατεω
IDX:
60490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60491
Key:

Data

{'content': 'to weigh obols: practise petty usury'}