Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
View word page
ὀβολός
an obol

ShortDef

an obol

Debugging

Headword:
ὀβολός
Headword (normalized):
ὀβολός
Headword (normalized/stripped):
οβολος
IDX:
60489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60490
Key:

Data

{'content': 'an obol'}