Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
View word page
ἀναμασάομαι
to chew over again, ruminate
ShortDef
to chew over again, ruminate
Debugging
Headword:
ἀναμασάομαι
Headword (normalized):
ἀναμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμασαομαι
IDX:
6048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6049
Key:
Data
{'content': 'to chew over again, ruminate'}