Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
View word page
ὀβολολογέω
collect obols

ShortDef

collect obols

Debugging

Headword:
ὀβολολογέω
Headword (normalized):
ὀβολολογέω
Headword (normalized/stripped):
οβολολογεω
IDX:
60488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60489
Key:

Data

{'content': 'collect obols'}