Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
View word page
ὀβολισμός
charge
ShortDef
charge
Debugging
Headword:
ὀβολισμός
Headword (normalized):
ὀβολισμός
Headword (normalized/stripped):
οβολισμος
IDX:
60487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60488
Key:
Data
{'content': 'charge'}