Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
View word page
ὀβελός
a spit

ShortDef

a spit

Debugging

Headword:
ὀβελός
Headword (normalized):
ὀβελός
Headword (normalized/stripped):
οβελος
IDX:
60485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60486
Key:

Data

{'content': 'a spit'}