Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
View word page
ὀβελίσκος
a small spit

ShortDef

a small spit

Debugging

Headword:
ὀβελίσκος
Headword (normalized):
ὀβελίσκος
Headword (normalized/stripped):
οβελισκος
IDX:
60483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60484
Key:

Data

{'content': 'a small spit'}