Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
View word page
ὀβελισκολύχνιον
spit used as a lampholder

ShortDef

spit used as a lampholder

Debugging

Headword:
ὀβελισκολύχνιον
Headword (normalized):
ὀβελισκολύχνιον
Headword (normalized/stripped):
οβελισκολυχνιον
IDX:
60482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60483
Key:

Data

{'content': 'spit used as a lampholder'}