Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
View word page
ὀβελίζω
mark with a critical obelus
ShortDef
mark with a critical obelus
Debugging
Headword:
ὀβελίζω
Headword (normalized):
ὀβελίζω
Headword (normalized/stripped):
οβελιζω
IDX:
60481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60482
Key:
Data
{'content': 'mark with a critical obelus'}