Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀάρισμα
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
View word page
ὀβελιαφόρος
carrying
ShortDef
carrying
Debugging
Headword:
ὀβελιαφόρος
Headword (normalized):
ὀβελιαφόρος
Headword (normalized/stripped):
οβελιαφορος
IDX:
60480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60481
Key:
Data
{'content': 'carrying'}