Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
View word page
ἀναμάρτητος
without missing, unfailing, unerring
ShortDef
without missing, unfailing, unerring
Debugging
Headword:
ἀναμάρτητος
Headword (normalized):
ἀναμάρτητος
Headword (normalized/stripped):
αναμαρτητος
IDX:
6047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6048
Key:
Data
{'content': 'without missing, unfailing, unerring'}