Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄα2
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀάρισμα
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολισμός
View word page
ὀβελία
a tax of an obol
ShortDef
a tax of an obol
Debugging
Headword:
ὀβελία
Headword (normalized):
ὀβελία
Headword (normalized/stripped):
οβελια
IDX:
60477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60478
Key:
Data
{'content': 'a tax of an obol'}