Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀᾶ
ὄα2
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀάρισμα
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
ὀβολιαῖος
View word page
ὄβδη
palam, in propatulo
ShortDef
palam, in propatulo
Debugging
Headword:
ὄβδη
Headword (normalized):
ὄβδη
Headword (normalized/stripped):
οβδη
IDX:
60476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60477
Key:
Data
{'content': 'palam, in propatulo'}