Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀά
ὀᾶ
ὄα2
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀάρισμα
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὀβάλλω
ὄβδη
ὀβελία
ὀβελιαῖος
ὀβελίας
ὀβελιαφόρος
ὀβελίζω
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελισμός
ὀβελός
View word page
ὀβάλλω
thrust through
ShortDef
thrust through
Debugging
Headword:
ὀβάλλω
Headword (normalized):
ὀβάλλω
Headword (normalized/stripped):
οβαλλω
IDX:
60475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60476
Key:
Data
{'content': 'thrust through'}