Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
View word page
ἀναμαρτησία
faultlessness, innocence

ShortDef

faultlessness, innocence

Debugging

Headword:
ἀναμαρτησία
Headword (normalized):
ἀναμαρτησία
Headword (normalized/stripped):
αναμαρτησια
IDX:
6046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6047
Key:

Data

{'content': 'faultlessness, innocence'}