Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ο
οʹ
Ὄα
ὄα
ὀά
ὀᾶ
ὄα2
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀάρισμα
ὀαρισμός
ὀαριστής
View word page
οʹ
70

ShortDef

70

Debugging

Headword:
οʹ
Headword (normalized):
οʹ
Headword (normalized/stripped):
οʹ
IDX:
60462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60463
Key:

Data

{'content': '70'}