Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ὁ
ο
οʹ
Ὄα
ὄα
ὀά
ὀᾶ
ὄα2
ὄαρ
View word page
ξυστρωτός
fluted
ShortDef
fluted
Debugging
Headword:
ξυστρωτός
Headword (normalized):
ξυστρωτός
Headword (normalized/stripped):
ξυστρωτος
IDX:
60458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60459
Key:
Data
{'content': 'fluted'}