Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ο
οʹ
Ὄα
ὄα
ὀά
ὀᾶ
ὄα2
View word page
ξυστρόω
channel, flute

ShortDef

channel, flute

Debugging

Headword:
ξυστρόω
Headword (normalized):
ξυστρόω
Headword (normalized/stripped):
ξυστροω
IDX:
60457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60458
Key:

Data

{'content': 'channel, flute'}