Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ο
οʹ
Ὄα
ὄα
ὀά
ὀᾶ
View word page
ξυστροφύλαξ
place

ShortDef

place

Debugging

Headword:
ξυστροφύλαξ
Headword (normalized):
ξυστροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ξυστροφυλαξ
IDX:
60456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60457
Key:

Data

{'content': 'place'}