Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυστός
ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ο
οʹ
Ὄα
ὄα
ὀά
View word page
ξυστροποιός
making

ShortDef

making

Debugging

Headword:
ξυστροποιός
Headword (normalized):
ξυστροποιός
Headword (normalized/stripped):
ξυστροποιος
IDX:
60455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60456
Key:

Data

{'content': 'making'}