Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
ξύω
ὁ
ο
οʹ
Ὄα
View word page
ξυστρολήκυθος
slave who carried his master's
ShortDef
slave who carried his master's
Debugging
Headword:
ξυστρολήκυθος
Headword (normalized):
ξυστρολήκυθος
Headword (normalized/stripped):
ξυστροληκυθος
IDX:
60453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60454
Key:
Data
{'content': "slave who carried his master's"}