Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
View word page
ἀναμαρμαίρω
move quickly

ShortDef

move quickly

Debugging

Headword:
ἀναμαρμαίρω
Headword (normalized):
ἀναμαρμαίρω
Headword (normalized/stripped):
αναμαρμαιρω
IDX:
6044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6045
Key:

Data

{'content': 'move quickly'}