Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
ξυστροφύλαξ
ξυστρόω
ξυστρωτός
View word page
ξυστοφόρος
carrying a spear

ShortDef

carrying a spear

Debugging

Headword:
ξυστοφόρος
Headword (normalized):
ξυστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξυστοφορος
IDX:
60448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60449
Key:

Data

{'content': 'carrying a spear'}