Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
ξυστρίον
ξυστροειδής
ξυστρολήκυθος
ξύστρον
ξυστροποιός
View word page
ξυστός
scraped, polished

ShortDef

scraped, polished
(δρόμος) a covered colonnade

Debugging

Headword:
ξυστός
Headword (normalized):
ξυστός
Headword (normalized/stripped):
ξυστος
IDX:
60445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60446
Key:

Data

{'content': 'scraped, polished'}