Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφορέω
ξυστοφόρος
ξύστρα
ξυστρεία
View word page
ξυστιδωτός
garment with ornament in strigil form
ShortDef
garment with ornament in strigil form
Debugging
Headword:
ξυστιδωτός
Headword (normalized):
ξυστιδωτός
Headword (normalized/stripped):
ξυστιδωτος
IDX:
60440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60441
Key:
Data
{'content': 'garment with ornament in strigil form'}