Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
View word page
ξυσταρχέω
hold the office of ξυστάρχης
ShortDef
hold the office of ξυστάρχης
Debugging
Headword:
ξυσταρχέω
Headword (normalized):
ξυσταρχέω
Headword (normalized/stripped):
ξυσταρχεω
IDX:
60435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60436
Key:
Data
{'content': 'hold the office of ξυστάρχης'}