Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
View word page
ξυσμός
itching, irritation
ShortDef
itching, irritation
Debugging
Headword:
ξυσμός
Headword (normalized):
ξυσμός
Headword (normalized/stripped):
ξυσμος
IDX:
60434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60435
Key:
Data
{'content': 'itching, irritation'}