Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
ξυστοβόλος
View word page
ξυσμή
scrapings
ShortDef
scrapings
Debugging
Headword:
ξυσμή
Headword (normalized):
ξυσμή
Headword (normalized/stripped):
ξυσμη
IDX:
60433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60434
Key:
Data
{'content': 'scrapings'}