Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
View word page
ξυσματώδης
full of ξύσματα I

ShortDef

full of ξύσματα I

Debugging

Headword:
ξυσματώδης
Headword (normalized):
ξυσματώδης
Headword (normalized/stripped):
ξυσματωδης
IDX:
60432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60433
Key:

Data

{'content': 'full of ξύσματα I'}