Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
View word page
ξυσμάτιον
strip
ShortDef
strip
Debugging
Headword:
ξυσμάτιον
Headword (normalized):
ξυσμάτιον
Headword (normalized/stripped):
ξυσματιον
IDX:
60431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60432
Key:
Data
{'content': 'strip'}