Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
ξυστιδωτός
View word page
ξυσμάλιον
erosive plaster

ShortDef

erosive plaster

Debugging

Headword:
ξυσμάλιον
Headword (normalized):
ξυσμάλιον
Headword (normalized/stripped):
ξυσμαλιον
IDX:
60430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60431
Key:

Data

{'content': 'erosive plaster'}