Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστήριος
View word page
ξύσμα
filings, shavings

ShortDef

filings, shavings

Debugging

Headword:
ξύσμα
Headword (normalized):
ξύσμα
Headword (normalized/stripped):
ξυσμα
IDX:
60429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60430
Key:

Data

{'content': 'filings, shavings'}