Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
View word page
ἀναμάξευτος
impassable for wagons

ShortDef

impassable for wagons

Debugging

Headword:
ἀναμάξευτος
Headword (normalized):
ἀναμάξευτος
Headword (normalized/stripped):
αναμαξευτος
IDX:
6042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6043
Key:

Data

{'content': 'impassable for wagons'}